Mια «κυρία»-νηπιαγωγός εξομολογείται

Κάθε μέρα στο σχολείο νιώθω πως ετοιμάζομαι για μάχη. Πως είμαι μια μόνη πολεμίστρια και πως προσπαθώ να δαμάσω θεριά και τέρατα. Πετάγομαι ιδρωμένη στον ύπνο μου, καθώς καταστρώνω σχέδια αποτελεσματικής στρατηγικής. Και μετά μου έρχονται στο μυαλό τα πρόσωπά τους. Είναι 4 και 5 χρόνων. Εγώ είμαι γίγαντας μπροστά τους, και όμως, νιώθω σαν να είμαι εγώ η μικρή και αυτοί οι μεγάλοι. «Δεν θέλω να πάω σχολείο», έλεγα κάθε Κυριακή απόγευμα στον άντρα μου. «Σύνελθε, είσαι η δασκάλα!», μου έλεγε χαμηλόφωνα. Πώς έγινα εγώ η δασκάλα; Το κοριτσάκι με τη μόνιμη σχολειοφοβία; Φτάνω στο σχολείο και ξεκινάει η μάχη μου. Το ένα προνήπιο επιμένει να ‘χει την τσάντα του αγκαλιά όλη μέρα, σαν μαξιλάρι ή σκυλάκι λούτρινο για τον ύπνο. Δυο-τρία έχουν ξεκινήσει μια συμμορία στις τουαλέτες και βρέχονται μεταξύ τους ή βρέχουν όποιο άλλο παιδάκι έχει την τύχη ή την ατυχία να βρίσκεται εκεί. Ένα άλλο κλαίει ακόμα σπαρακτικά για τη μάνα του. Ένας μικρός ετοιμάζεται κάθε πρωί να δραπετεύσει από το κλουβί που τον κλείσαμε. Στο δεκατιανό, πριν ακόμα ψελλίσω την προσευχή, έχουν ήδη κατασπαράξει τα τοστ και ξεκινάει το «Τι να κάνω τώρα, κυρία; Τελείωσα». Ένα παραμύθι κρατάει 20 λεπτά γιατί διακόπτεται κάθε δευτερόλεπτο από κάθε είδους διακοπή για διαφημίσεις. Όλοι θέλουν να μοιραστούν από κάτι. «Εγώ στη θάλασσα βρήκα πολλά κοχύλια», «Το μεσημέρι έχω μακαρόνια με κιμά», «Έχω μύξες», «Εδώ με τσίμπησε κουνούπι», «Πονάει η κοιλιά μου» και «Τι ώρα θα φύγουμε;». Μέχρι που κι εγώ η ίδια έχω ξεχάσει τι έλεγε το βιβλίο όπως, όταν έχει μεγάλη θεαματικότητα ιδιωτικό κανάλι και δείχνει απανωτές διαφημίσεις και ξεχνάς τι έβλεπες.

Κοιτάζω την τάξη του νηπιαγωγείου μας. Η ανομοιογένεια στο μεγαλείο της. Παιδιά που ξέρουν να γράφουν και να διαβάζουν από πέρσι, παιδιά που μόλις έχουν αποχωριστεί την πιπίλα και το pampers και παιδιά που είναι σαν να ήρθαν μόλις από το Διάστημα. Κάθε μέρα φτιάχνω ομάδες και κάθε μέρα τις σβήνω, τις γκρεμίζω σαν το γιοφύρι της Άρτας.

Ένα πρωί ακούω την ατάκα που με λυγίζει: «Πού πήγε ο μπαμπάς μου;». «Πήγε στη δουλειά». «Να πας κι εσύ στη δουλειά σου!». Δεν ξέρω αν θέλω να γελάσω ή να κλάψω σ’ εκείνο το σημείο. «Μα αυτή είναι η δουλειά μου, αγόρι μου! Βλέπεις τι ωραία δουλειά που έχω;». Σφίγγω τα δόντια για ν’ αποφύγω κάποιον μορφασμό γέλιου ή πόνου – αναποφάσιστος ο εγκέφαλος.

Μια μαμά χαμογελαστή μου λέει: «Θα σας το πω να ανατριχιάσετε! Η κόρη μου με ρώτησε γιατί δεν έχουν σχολείο το Σάββατο και μου ‘πε να σας πάρω τηλέφωνο να σας πω πως πρέπει να ανοίγετε το σχολείο και το Σάββατο, γιατί θέλει να έρχεται». Ανατρίχιασα πραγματικά, Όχι από αγαλλίαση όμως, αλλά από το ρίγος και τον κρύο ιδρώτα που με περιέλουσαν.

Μου στέλνει μια φίλη τη γελοιογραφία της εκπαιδευτικού που ζητάει τα xanax και ο μαγαζάτορας της χαρίζει άλλα δυο κουτιά. Διαβάζω από κάτω σχόλια του τύπου: «Άντε μωρέ, με τους άχρηστους, που κάθονται Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαίρι και μιλάνε κι από πάνω». Και άλλα σχόλια του τύπου: «Αν δεν τη θες τη δουλειά, κάνε κάτι άλλο, λαός περιμένει στην ουρά με 10 πτυχία». Ναι, αγαπητέ, το ξέρω, αλλά πέρνα μια βόλτα στο ελεύθερο παιχνίδι και τα ξαναλέμε το βράδυ.

Μια γιαγιά κολλάει τη μούρη της στο παράθυρο. Κάνει και μια διαολεμένη ζέστη, μοιάζει με κόλαση. «Κοριτσάκι μου, να σου φέρω ένα depon; Πώς αντέχεις;».

Και μια γλυκιά μαμά, που είχα πέρσι το παιδί της, μου βάζει στη χούφτα συνωμοτικά ένα κομμάτι κέικ τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο. «Το έφερα να σε γλυκάνω. Καλή δύναμη, αγαπημένη», μου λέει και τρέχει προς την ησυχία του μαγαζιού της. Τα αυτιά μου έχουν πάθει ανοσία στο «Κυρία! Κυρία!» που αναμειγνύεται με τη βαβούρα από τα έργα για το μετρό. Καταφέρνω σιγά-σιγά να φάω κάτι κι εγώ και να ξελυθεί το στομάχι μου.

Το κοριτσάκι παραδίπλα άρχισε να χαμογελά και κάποιος σήκωσε το χέρι του χωρίς να πει «Κυρία! Κυρία!».

Και έτσι περνάνε οι βδομάδες και προσεύχομαι να φτάσω στον Οκτώβρη, στη βραχονησίδα της 28ης που πέφτει, για κακή μου τύχη, Κυριακή. Να φτάσω εκεί χωρίς επεισόδια, ήρεμα. Και μετά να έρθει ο Νοέμβριος. Αν επιβιώσω μέχρι εκεί, τότε θα έχω βγει νικήτρια. Και μια φίλη λέει για να σκορπίσει λίγη αισιοδοξία: «Όταν φτάσεις στον Νοέμβρη, το πράγμα αρχίζει να τσουλάει ευχάριστα». Θα μ’ αρέσει πάλι η δουλειά μου. Θα πηγαίνω με χαρά και δεν θα φεύγω σαν να με έχει πατήσει τρένο. Βοήθησέ με, Θεέ μου, να ‘μαι καλή κυρία και πάντα χάριζέ μου χαρά και προκοπή. Α, και να φτάσω μέχρι την 28η και ας πέφτει και Κυριακή!


Το  άρθρο  ανακτήθηκε από: https://writingspiders.webnode.gr/l/septemvris-mia-kyria-nipiagogos-exomologeitai/

Σκοπός της αναδημοσιοποίησής του δεν είναι να γκρινιάξουμε και να παραπονεθούμε για τα παιδιά, τα οποία λατρεύουμε (αλλιώς θα κάναμε κάτι άλλο). Είναι η παρουσίαση της καθημερινότητάς μας, ειδικά τον πρώτο καιρό, με χιούμορ και καλή διάθεση.