Η ευχή της μάνας

Η ΕΥΧΗ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ 1 Μια μάνα ζούσε κάποτε
σε σπίτι φτωχικό.
Είχε παιδάκια τέσσερα
τρεις κόρες κι έναν γιο.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 2 Χελώνα, Αράχνη, Μέλισσα,
Σκαντζόχοιρος αυτά
είχανε ονόματα
τα τέσσερα παιδιά
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 3 Η μάνα ξενοδούλευε
να θρέψει τα παιδιά
Για τα τα ζήσει έπλενε
τα ξένα σπιτικά.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 4 Μεγάλωσαν, παντρεύτηκαν
και φύγαν από κει.
Κι η έρμη η μανούλα τους
έμεινε μοναχή.

Οι αφηγητές χωρίζονται δύο-δύο στις άκρες της σκηνής.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ 1 Μια μέρα η μάνα αρρώστησε
-γριούλα τώρα πια-
κι αμέσως τη γειτόνισσα
φωνάζει η φτωχιά.
ΜΑΝΑ Τρέξε καλή γειτόνισσα
στην κόρη μου την πρώτη
να πεις ότι αρρώστησα
να έρθει να με δει.Δεν έχω διόλου δύναμη
και έχω πυρετό
πες της να έρθει γρήγορα
γιατί πολύ πονώ.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ 1 Τρέχω και τη χελώνα σου
φωνάζω στο λεπτό
περίμενε, και γρήγορα
μαζί της θε να ρθω.
 Μπαίνει η χελώνα και πλένει στην σκάφη
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 2 Έφυγε η γειτόνισσα
και τρέχει σαν πουλί.
Την κόρη βρίσκει κι έπλενε
στη σκάφη της σκυφτή.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ 1 Η Μάνα σου  αρρώστησε,
χελώνα μου, βαριά,
και θέλει από σένανε
να βρει παρηγοριά.
ΧΕΛΩΝΑ Τα ρούχα μου γειτόνισσα,
να πλύνω πρώτα εγώ
και σκέφτομαι στη μάνα μου
μεθαύριο να ρθω.Βλέπεις, έχω σιδέρωμα
τον άντρα, τα παιδιά,
μαγείρεμα, ξεσκόνισμα..
ποιος θα τα κάνει αυτά;Όταν τελειώσω, γρήγορα
στη μάνα μου θα ρθω.
Να, πες της πως την σκέφτομαι
και πως την αγαπώ.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ 1 Μη νοιάζεσαι χελώνα μου,

κι εγώ θα της τα πω.

Πηγαίνει στη μάνα και της τα λέει.

ΜΑΝΑ Τρέξε καλή γειτόνισσα
εσύ, τότε στο γιό μου,
να πεις ότι αρρώστησα
να έρθει να με δει.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 3 Έφυγε η γειτόνισσα
και τρέχει σαν πουλί.
Το γιο βρίσκει κι κάρφωνε
παλούκια στην αυλή.
Μπαίνει ο σκαντζόχοιρος και καρφώνει  
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ 2 Η Μάνα σου  αρρώστησε,
σκαντζόχοιρε, βαριά,
και θέλει από σένανε
να βρει παρηγοριά.
ΣΚΑΝΤΖΟΧΟΙΡΟΣ Ότι θυμάται χαίρεται
η μάνα μου η γριά?
Εγώ φτιάχνω το φράχτη μου,
δεν πάω πουθενά.Όλο το γιό φορτώνεται.
Δεν έχει άλλα παιδιά;
Να πας στις θυγατέρες της,
εγώ έχω δουλειά.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ 2 Μη νοιάζεσαι Σκαντζόχοιρε,
και κάρφωνε εσύ.

Πηγαίνει και της τα λέει 

td colspan=”3″ width=”803″>Πηγαίνει και της το λέει.

ΜΑΝΑ Τρέξε καλή γειτόνισσα
στην κόρη μου την άλλη
να πεις ότι αρρώστησα
να έρθει να με δει.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 4 Έφυγε η γειτόνισσα
και τρέχει στο λεπτό.
Την κόρη βρίσκει κι έπλεκε
πανέμορφο πλεχτό..
 Μπαίνει η αράχνη και πλέκει
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ 3 Η Μάνα σου  αρρώστησε,
Αράχνη μου, βαριά,
και θέλει από σένανε
να βρει παρηγοριά.
ΑΡΑΧΝΗ Για δες καλή γειτόνισσα
και πες μου αν μπορώ
στη μέση της κορούλας μου
ν?αφήσω το πλεχτό.Σαν το τελειώσω, έφτασα
να δω και τη γριά
γιατί έχω καλύτερα
τη μάνα απ? τη δουλειά.

Πες της να μην σκοτίζεται,
περνώ πολύ καλά.
Της στέλνω χαιρετίσματα
και τα περαστικά.

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ Μη νοιάζεσαι Αράχνη μου,
και φτιάξε το πλεχτό

 

ΜΑΝΑ Τρέξε καλή γειτόνισσα
στην κόρη   την μικρή
να πεις ότι αρρώστησα
να έρθει να με δει.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 1 Έφυγε η γειτόνισσα
και τρέχει σαν τρελή.
Τη   βρίσκει κι αυτή  ζύμωνε
στη σκάφη το ψωμί.
Μπαίνει η μέλισσα και ζυμώνει
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ 4 Κορίτσι μου η μάνα σου
αρρώστησε βαριά,
και θέλει από σένανε
να βρει παρηγοριά.
ΜΕΛΙΣΣΑ Η μάνα μου αρρώστησε,
και κάθομαι εδώ;
Πάμε καλή γειτόνισσα
κοντεύει δειλινό.
Πηγαίνει στη μάνα της
ΜΕΛΙΣΣΑ Μανούλα μου τι έπαθες;
Θα πιείς ένα ζεστό;
Εσύ μάνα μου ψήνεσαι
από τον πυρετό!
ΜΑΝΑ Καλώς το το κορίτσι μου,
να έχεις την ευχή.
Φοβόμουν πως θα πέθαινα
δω μέσα μοναχή.Γλυκό μέλι να γίνεται
ό,τι κι αν ακουμπάς
και όλους να τους σκέφτεσαι
και να τους αγαπάς.

Αγκαλιάζει τη μητέρα της

Κλείνει η κουρτίνα

Ανοίγει η κουρτίνα.

Μπαίνουν κι οι άλλοι αφηγητές.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ 1 Η μάνα χαμογέλασε
και πάει στον ουρανό.
Μα η ευχή της έπιασε
αυτό το δειλινό.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 2 Δεν θα σας πω τι έπαθαν
τα άλλα τα παιδιά,
που έδειξαν στη μάνα τους
σκληράδα κι απονιά
  Όταν μιλά ο αφηγητής βγαίνουν  τα   παιδιά ως ζώα
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 3 Κουράζονται, παιδεύονται
μα δίχως προκοπή,
γιατί ποτέ δεν πήρανε
της μάνας την ευχή.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 4 Η κόρη της η μέλισσα
πετά ολημερίς.
Κι αν θες έλα στον κήπο μου
να δεις και να χαρείς.