μη κλαις Ειρήνη

Με το συγκεκριμένο παραμύθι συμμετείχαμε στον 1ο διαγωνισμό συγγραφής μαθητικού  παραμυθιού της Αθ/μιας Δ/νσης Θεσ/νίκης

Ο γλάρος ήταν πολύ χαρούμενος γιατί μπορούσε  πάλι να πετάξει, όπως του άρεσε να κάνει. Πολύ κακός ο καιρός τις προηγούμενες ημέρες. Δυνατή βροχή και κεραυνοί, αστραπές, δυνατός αέρας. Και τα κύματα, τεράστια. Έφταναν ως τον ουρανό. Πιο πολύ χθες το βράδυ. Νόμιζε η βροχή δεν θα σταματήσει ποτέ. Κάθισε στη φωλιά του και περίμενε, περίμενε, αλλά τίποτα. Δεν σταματούσε. Και είχε  μια πείνα! Σαν λύκος. Δεν είχε φάει τίποτα. Ούτε ένα ψαράκι! Ή σκουληκάκι. Δεν τον ένοιαζε. Το στομάχι του γουργούριζε. Γρρρρ, έτσι έκανε.

Αλλά σήμερα, βγήκε ο ήλιος ο όμορφος, ο ζεστός. Πέταγε με τις μεγάλες φτερούγες του μια ψηλά, μια χαμηλά. Πήγαινε κοντά στον ήλιο να ζεσταθεί.

«Καλημέρα ήλιε!» του έλεγε.

Και μετά κάτω με φόρα στη θάλασσα να βρει κανά μεζεδάκι.

«Μμμμμ! Να ένα ψαράκι! Πηδάει έξω από το νερό. Ας το πιάσω» έλεγε και μπλουμ μέσα στη θάλασσα.

Έπαιζε ο γλάρος και ήταν χαρούμενος και γελαστός και έλεγε «είναι η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου».

Πήγε και στην παραλία. «Δεν πάω μέχρι εκεί να ξετρυπώσω τίποτα; Εκεί οι άνθρωποι πετάνε σκουπίδια. Όλο και κάτι θα βρω». Δεν χόρταινε με τίποτα. Άνοιξε τις φτερούγες του και πέταξε μέχρι εκεί. Από μακριά κάτι έβλεπε αλλά δεν το έβλεπε καλά. Έπρεπε να πάει κοντά. Δεν ήθελε να φορέσει γυαλιά σαν την καμηλοπάρδαλη. Πάτησε  στην άμμο και τι να δει!  Ήταν κάτι που έμοιαζε με παιχνίδι. Όχι, έμοιαζε με σκουπίδι. Με χαρτί από πατατάκια.

«Μμμμμ πατατάκια! Λες να χει μείνει κανένα ψιχουλάκι;» Πήγε να τσιμπήσει με το ράμφος του. Τότε το σκουπίδι κουνήθηκε και ο γλάρος τρόμαξε!

«Μανουλίτσα μου» και όπου φύγει-φύγει.

Ήταν όμως περίεργος γλάρος και σκέφτηκε «δεν πάω καλύτερα να δω τι έχει μέσα;». Πάει πάλι κοντά.

«Τι είσαι εσύ; Πως σε λένε; »

«Είμαι λουλούδι. Με λένε Ειρήνη» απάντησε το σκουπιδάκι.

Ένα λουλουδάκι! Έτριψε τα μάτια του να δει αν είναι αλήθεια! Ήταν ένα μικρό λουλουδάκι. Ήταν βρεγμένο και τα φύλλα του σκισμένα και τα πέταλά του τρυπημένα και βρώμικα.  Ήταν μαραμένο. Το λουλουδάκι το καημένο όταν είδε τον γλάρο του χαμογέλασε. Δεν είχε πολύ δύναμη γι? αυτό δεν γέλασε. Μόνο χαμογέλασε.

«Πως βρέθηκες εσύ εδώ;» ρώτησε ο γλάρος. «Εδώ δεν φυτρώνουν λουλούδια. Έχει  άμμο και πέτρες».

«Η θάλασσα με έβγαλε ».

«Η θάλασσα δεν έχει λουλούδια. Έχει φύκια και ψάρια».

«Η θάλασσα με έφερε ως εδώ».

Ο γλάρος στεναχωρήθηκε που είδε το λουλουδάκι να είναι έτσι. Δεν ήξερε τι να κάνει. Δεν συναντούσε συχνά λουλουδάκια. Και μάλιστα άρρωστα.

«Ας της κάνω λίγη παρέα» σκέφτηκε.

Άνοιξε και την φτερούγα του και το αγκάλιασε. Δεν μπορούσε να του δώσει φαγάκι. Δεν ήξερε τι τρώνε τα λουλούδια. Όμως σκέφτηκε να του δώσει αγάπη και βοήθεια.

Το λουλουδάκι σήκωσε  το κεφαλάκι του. Τα πεταλάκια του στάζανε. Δεν ήταν νερό από τη θάλασσα. Ήτανε δάκρυα!

«Γιατί κλαίς Ειρήνη;»

«Γιατί σκέφτομαι όσα πέρασα. Σκέφτομαι την πατρίδα μου» απάντησε και του είπε την ιστορία του.

«Η πατρίδα μου είναι όμορφη. Έχει ψηλά βουνά και πράσινους αγρούς γεμάτους λουλούδια με από όλα τα χρώματα. Σαν πολύχρωμο χαλί και από πάνω πετάνε πουλιά και μέλισσες και πασχαλίτσες και έντομα. Και έχει σπίτια όχι πολύ ψηλά. Με κήπους και δέντρα. Και ποδήλατα με παιδιά που παίζουν, και μαμάδες που κάθονται στον ήλιο και μιλάνε και ταΐζουν τις κοτούλες, και μπαμπάδες που δουλεύουν στα χωράφια. Εκεί φύτρωσα. Ήμουν ένα σποράκι που έπεσα από τη μαμά μου. Ήμουν πολύ χαρούμενο. Παίζαμε, μαζί με όλα τα λουλούδια, με τον ήλιο.
»Μια μέρα κάτι έγινε. Γκρίζα, μεγάλα, σιδερένια πουλιά πετούσαν στον ουρανό και αυτός σκοτείνιασε γιατί κρύψανε τον ήλιο. Τα πουλιά έριχναν φωτιά και έκαιγαν τα πάντα. Τα σπίτια και τους αγρούς και τα δέντρα. Οι άνθρωποι έτρεχαν να σωθούν. Και τα ζώα έτρεχαν να κρυφτούν στις φωλιές τους. Φωτιά και μαύρος καπνός μέχρι ψηλά τον ουρανό. Ο άγγελος του πολέμου με τα μυτερά τόξα του κατέβηκε από το παλάτι του στον ουρανό και διέλυε ότι έβρισκε μπροστά του. Τα φύλλα μου άρπαξαν φωτιά. Ένα μυτερό τόξο τρύπησε τα πέταλα μου και με ξερίζωσε. Με πήρε μαζί του ψηλά και ταξιδέψαμε μέσα από τη φωτιά και τον μαύρο καπνό πολλές μέρες. Πονούσα και κρύωνα και πεινούσα. Αλλά φοβόμουν πολύ και δεν έλεγα ούτε μια κουβέντα.
»Με πέταξε στο κάστρο ενός βασιλιά. Ήταν ψηλό κάστρο με πολλές πολεμίστρες. Αλλά δεν είχε δέντρα, ούτε λουλούδια, ούτε πουλιά και έντομα, ούτε παιδιά με ποδήλατα και μπαμπάδες και μαμάδες. Μόνο ανθρώπους με σπαθιά και τόξα.
«Τι θες εσύ εδώ;» είπε ο βασιλιάς και τρόμαξα πάρα πολύ. Έτρεμα από το φόβο μου.
«Απαγορεύω να φυτρώνουν λουλούδια χωρίς να πω εγώ!» φώναξε. «Πετάξτε το στη θάλασσα αμέσως!» διέταξε τους φρουρούς του και άνοιξε το παράθυρο του κάστρου και με πέταξαν στην θάλασσα από κάτω.
»Με πήρε η θάλασσα και με πήγαινε πότε από δω και πότε από κει. Και άρχισε να φυσάει και να βρέχει. Πελώρια κύματα. Νόμιζα ότι θα με ρίξουν στο βυθό. Στεναχωριόμουν που δεν θα πήγαινα ξανά στην πατρίδα μου. Στεναχωριόμουν πιο πολύ που είχε γίνει άσχημη, μαύρη από τον καπνό και λυπημένη.

 
Ο γλάρος λυπήθηκε με αυτά που άκουσε.
«Μη κλαίς. Θα σε βοηθήσω εγώ και οι φίλοι μου » της είπε
και φώναξε όλα τα πουλιά. Τα πουλιά έτρεξαν αμέσως από κάθε μέρος της γης. Ήρθε ο τρυποκάρυδος και έσκαψε μια βαθιά τρύπα και το φύτεψε σ’έναν κήπο με λουλούδια για να’χει φίλους. Ήρθε και ο πελεκάνος και με τη μύτη του έφερε νερό και το πότισε. Έτρεξε και ο αετός και με τις τεράστιες φτερούγες του έκανε σκιά να μην το ξεράνει ο ήλιος. Έτρεξαν κι οι μέλισσες και οι πεταλούδες και του τραγουδούσαν.
Όμως το λουλουδάκι ήταν ακόμα λυπημένο. Το είδε το χελιδόνι και το ρώτησε:
«Γιατί κλαις Ειρήνη; Δεν είσαι χαρούμενη εδώ;»
«Είμαι, και σας ευχαριστώ που με δεχτήκατε. Κλαίω για την πατρίδα μου.»
Το άκουσε το περιστέρι και του είπε:
«Μη κλαις. Δως μου ένα σποράκι Ειρήνη και θα πετάξω μέχρι την πατρίδα σου να το φυτέψω και να φυτρώσεις ξανά!»