Το γενναίο Ελληνόπουλο

Τον Νοέμβριο το 1825, ήταν Φθινόπωρο τότε, ο Ιμπραήμ ήρθε στον Μοριά από την Αίγυπτο. Ήθελε να βοηθήσει τους Τούρκους να κερδίσουν τους Έλληνες που έκαναν επανάσταση. Οι άντρες πήραν τα τουφέκια τους και τα σπαθιά τους και πήγαν να πολεμήσουν. Οι γυναίκες και τα παιδιά πήγανε στο Χλεμούτσι για να σωθούν, για να μη τα πάρουν οι Τούρκοι και τις γυναίκες να μην τις πουλήσουν στα σκλαβοπάζαρα και τις κάνουν δούλες στο χαρέμι του πασά.

Ήτανε ένα αγόρι που το λέγανε Γιώργη. Ο Γιώργης ήταν λίγο μεγάλο παιδί, ήταν 13 χρονών και ήταν  ψηλόλιγνο. Φορούσε τη στολή που του ‘χε  φτιάξει η μάνα του και καμάρωνε πολύ. Ήτανε περήφανος και την πρόσεχε πολύ να μην τη σκίσει γιατί η μάνα του δεν είχε να του φτιάξει άλλη. Ήτανε φτωχοί άνθρωποι, δεν είχανε λεφτά. Και τα χωράφια τους δεν τα καλλιεργούσαν γιατί τους τα έπαιρναν όλα οι Τούρκοι. Πάνω από την φουστανέλα έδενε και το ζωνάρι του, σαν τον πατέρα του. Είχε δει πως το κάνει. Και το έσφιγγε γιατί η φουστανέλα του ήταν μεγάλη. Πείναγε και τα ρούχα του ήταν μεγάλα. Όμως δεν το λέγε στη μάνα του να τα μπάσει γιατί θα την έκανε να στεναχωρηθεί και να κλάψει και την αγάπαγε τη μάνα του.

Ο Γιώργης δεν ήθελε να πάει στο κάστρο με τις γυναίκες και τα μικρά τα παιδιά. Όταν ήταν μικρό παιδάκι ο πατέρας του τον έπαιρνε μαζί και του τραγούδαγε ένα ωραίο τραγούδι που του άρεσε πολύ και του λέγε να μη φοβάται μη τον σκοτώσουνε οι Τούρκοι. Να φοβάται μη τον πιάσουν και τον πάρουν από την πατρίδα του και τον κάνουν γενίτσαρο.

Ο Γιώργης ήθελε να πολεμήσει με τον πατέρα του.

– Θέλω να έρθω μαζί σου, του είπε.

-Τι λες ωρέ; Είσαι μικρός ακόμα.

-Δεν είμαι μικρός πατέρα. Είμαι μεγάλος και θέλω να πολεμήσω στο πλάι σου.

-Όχι γιόκα μου. Καλύτερα να πας κοντά στη μάνα σου και να προσέχεις τα μικρά.

Το αγόρι στεναχωρήθηκε αλλά δεν είπε τίποτα.

Το βράδυ τα γυναικόπαιδα πήγαν στο κάστρο Χλεμούτσι. Έφυγε η μάνα του και τα αδέλφια του και ο πατέρας του πήρε τα όπλα του και πήγε να συναντήσει τον καπετάν Βέρα και τους στρατιώτες του. Ο Γιώργης έφυγε κι αυτός με τους άλλους από το χωριό και όταν δεν τον έβλεπε η μάνα του κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο. Όταν έφυγαν όλοι, ο Γιώργης  βγήκε από την κρυψώνα και γύρισε πίσω. Ήταν πολύ σκοτάδι. Μαύρο σκοτάδι. Τότε άρχισε να τραγουδάει το τραγούδι που του λέγε ο πατέρας του για να παίρνει θάρρος «Κάλλιο ‘ναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή».

Το πρωί, που ξημέρωσε έφτασε στα αμπέλια. Οι Έλληνες είχαν κρυφτεί εκεί και περιμένανε τους Τούρκους. Οι Τούρκοι ήταν πάρα πολλοί. Είχαν και άλογα και είχαν σκορπίσει σε όλο το Βαρθολομιό. Ο Γιώργης έψαξε και βρήκε τον πατέρα του.

Όταν τον είδε ο πατέρας του θύμωσε:

-Τι κάνεις εσύ ωρέ ; Γιατί άφησες μόνη τη μάνα σου με τα μικρά; Γιατί με παράκουσες; Του φώναξε του Γιώργη και είχε θυμώσει πολύ.

-Μα εγώ είμαι Έλληνας πατέρα, και οι Έλληνες πολεμάνε, δεν κρύβονται, είπε ο Γιώργης.

-Είσαι αγύριστο κεφάλι, ωρέ Γιώργη  είπε ο πατέρας αλλά είχε ξεθυμώσει λίγο. Χάρηκε με αυτά τα λόγια που άκουσε.

-Και πως θα πολεμήσεις ωρέ Γιώργη; Οι Τούρκοι καταλαβαίνουν μόνο από μπαρούτι και φωτιά, όχι από λόγια. Είπε ο πατέρας και γέλασε λίγο κάτω από τις μουστάκες του.

-Με πέτρες πατέρα. Μ’ αυτές θα πολεμήσω είπε ο Γιώργης και του έδειξε κάτι κοτρώνες που μάζεψε από τον δρόμο.

Ο πατέρας αγκάλιασε τον γιο του. Ήταν πολύ περήφανος.

-Καλώς ορίζεις γιε μου, τότε. Μείνε πλάι μου να μου γεμίζεις την μπιστόλα.

Το αγόρι βοηθούσε τον πατέρα του στη μάχη. Γέμιζε τ’ άρματά του με μπαρούτι. Η μάχη ήταν πολύ δυνατή αλλά ο Γιώργης δεν φοβόταν. Και ο πατέρας του πολεμούσε σαν λιοντάρι. Όμως μια σφαίρα τον ελάβωσε και έπεσε κάτω. Ο Γιώργης τα ‘χασε. Δεν το περίμενε ότι θα γινόταν αυτό.

-Πατέρα, μην αποθάνεις. Μη μ’αφήνεις, είπε και κόντευε να κλάψει.

-Μη σκίαζεσαι γιε μου. «Κάλλιο ‘ναι μιας ώρας…». Ο Γιώργης αγκάλιασε τον κύρη του και τραγουδάγανε μαζί.

-Έχε την ευχή μου Γιώργη μου, παλικάρι μου, είπε ο πατέρας και πέθανε.

Ο Γιώργης δε στάθηκε στιγμή. Αντρώθηκε. Ήθελε να τιμωρήσει όλους τους Τούρκους.  Σκούπισε τα μάτια του που δακρύζανε και  πήρε το όπλο του πατέρα του και συνέχισε να πολεμάει.

Ξαφνικά έπιασε μια μεγάλη βροχή με μπουμπουνητά και αστραπές και βράχηκε το μπαρούτι και δεν μπορούσε να πολεμήσει κανένας. Το αγόρι δεν ήξερε τι να κάνει. Ήρθε τότε κοντά του ένας άντρας. Δεν ήταν γέρος, ήτανε νέος, όμορφος.  Ήταν ψηλός, είχε μακριά μαλλιά και μεγάλο μουστάκι. Ήταν παλικάρι και κράταγε δυο σπαθιά και στα δυο χέρια του  γιατί και το δικό του τουφέκι είχε χαλάσει από τη βροχή. Ήταν άγριος στο πρόσωπό του. Ο Γιώργης τον κοίταζε. Δεν τον φοβότανε. Τον θαύμαζε. Θυμήθηκε που τον είχε δει που μιλάγανε με τον πατέρα του ένα  βράδυ.  Είχε ακούσει το όνομά του. Ήταν ο καπετάν Βέρας!

Ο Καπετάν Βέρας του χαμογέλασε του Γιώργη και του είπε τότε:

-Είσαι γενναίο αγόρι. Χωρίς άρματα, θα σκοτωθούμε ούλοι. Σύρε στο Χλουμούτσι να πεις τι έγινε στη μάχη του Βαρθολομιού. Και που’ σαι μικρέ. Να τους πεις ότι οι Έλληνες πολέμησαν πολύ γενναία και δεν παραδόθηκαν στους Τούρκους!

Το παραμύθι που δημιούργησαν τα παιδιά (2020-2021), με την καθοδήγηση των Νηπιαγωγών τους, αφού παρατήρησαν 4 σχετικές εικόνες  γύρω από τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην ευρύτερη περιοχή του κάστρου Χλεμουτσίου στις 8  Νοεμβρίου του 1825. Πρόκειται για μια μυθοπλασία βασισμένη σε ιστορικά καταγεγραμμένα γεγονότα, όπως είναι η νεροποντή που κατέστρεψε τον οπλισμό των Επαναστατών και έτσι σφαγιάσθηκαν όλοι (μεταξύ των οποίων και ο οπλαρχηγός Βέρας),  εκτός από έναν που γλίτωσε και   έτρεξε στο κάστρο να αναγγείλει την έκβαση της μάχης.    

Το παραμύθι, στην ψηφιακή του μορφή, μπορείτε να διαβάσετε εδώ